- στεκάμενος
- και στεκούμενος, -η, -ο, Ν1. αυτός που είναι ακίνητος, ακινητοποιημένος, στάσιμος («στεκάμενα νερά»)2. (κυρίως για ενήλικους) υγιής, γερός, εύρωστος («ο παππούς είναι στεκούμενος ακόμη»)3. φρ. «στα καλά στεκούμενα» — στα καλά καθούμενα, ενώ όλα ήταν εν τάξει, ξαφνικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέκω κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος (πρβλ. ἱστάμενος) και -ούμενος (πρβλ. λεγ-άμενος, χρειαζ-ούμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.